- καλολογαριάζω
- λογαριάζω καλά, εκτιμώ κάτι ορθά, εκτιμώ με επιτυχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλολογαριάζω — καλολογάριασα, καλολογαριάστηκα, καλολογαριασμένος, λογαριάζω καλά: Δεν καλολογάριασες τα έξοδά σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)